- κοινωνώ
- -άω (AM κοινωνῶ, -έω, Α και δωρ. τ. κοινανῶ)έχω ή κάνω κάτι από κοινού με άλλον ή άλλους, παίρνω μέρος σε κάτι, συμμετέχωνεοελλ.-μσν.1. (μτβ.) (για ιερέα) μεταλαβαίνω κάποιον («ήλθε ο παπάς και τόν κοινώνησε»)2. (αμτβ.) παίρνω θεία μετάληψη, θεία κοινωνία, μεταλαβαίνω («νηστεύει, γιατί θα κοινωνήσει»)μσν.1. δίνω μερίδιο ενός πράγματος, προσφέρω2. μέσ. κοινωνοῡμαι, -έομαιμεταλαβαίνωμσν.-αρχ.συνουσιάζομαιαρχ.1. έχω μερίδιο2. έχω σχέσεις, δοσοληψίες με κάποιον3. συγκατανεύω, συμφωνώ με κάποιον4. συγκοινωνώ, συνάπτομαι, συνδέομαι5. αποτελώ κοινότητα6. δίνω μερίδιο7. παθ. ενώνομαι με κάτι, συνενώνομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινών, -ῶνος, παρ. τού κοινός].
Dictionary of Greek. 2013.