κοινωνώ

κοινωνώ
-άω (AM κοινωνῶ, -έω, Α και δωρ. τ. κοινανῶ)
έχω ή κάνω κάτι από κοινού με άλλον ή άλλους, παίρνω μέρος σε κάτι, συμμετέχω
νεοελλ.-μσν.
1. (μτβ.) (για ιερέα) μεταλαβαίνω κάποιον («ήλθε ο παπάς και τόν κοινώνησε»)
2. (αμτβ.) παίρνω θεία μετάληψη, θεία κοινωνία, μεταλαβαίνω («νηστεύει, γιατί θα κοινωνήσει»)
μσν.
1. δίνω μερίδιο ενός πράγματος, προσφέρω
2. μέσ. κοινωνοῡμαι, -έομαι
μεταλαβαίνω
μσν.-αρχ.
συνουσιάζομαι
αρχ.
1. έχω μερίδιο
2. έχω σχέσεις, δοσοληψίες με κάποιον
3. συγκατανεύω, συμφωνώ με κάποιον
4. συγκοινωνώ, συνάπτομαι, συνδέομαι
5. αποτελώ κοινότητα
6. δίνω μερίδιο
7. παθ. ενώνομαι με κάτι, συνενώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινών, -ῶνος, παρ. τού κοινός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κοινωνώ — και κοινωνάω κοινώνησα 1. μεταλαβαίνω: Είναι στα τελευταία του και κοινώνησε. 2. μεταλαβαίνω κάποιον: Έφεραν τον παπά και τον κοινώνησε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοινωνώ — κοινωνάω / κοινωνώ, κοινώνησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κοινωνῶ — κοινωνέω have pres subj act 1st sg (attic epic doric) κοινωνέω have pres ind act 1st sg (attic epic doric) κοινωνός companion masc/fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωνῷ — κοινωνός companion masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωνώ — κοινωνός companion masc/fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοινωνῶι — κοινωνῷ , κοινωνός companion masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταδίδω — (Α μεταδίδωμι, Μ μεταδίδω) 1. δίνω σε κάποιον κάτι δικό μου ή μέρος από κάτι, παρέχω («μετάδος φίλοισι σοῑσι σῆς εὐπραξίας», Ευρ.) 2. πληροφορώ κάποιον για κάτι που άκουσα ή έμαθα, γνωστοποιώ, ανακοινώνω, κοινοποιώ (α. «τα νέα μεταδόθηκαν… …   Dictionary of Greek

  • μεταλαβαίνω — και μεταλαμβάνω (ΑM μεταλαμβάνω, Μ και μεταλαβαίνω) [λαβαίνω/ λαμβάνω] 1. παίρνω μέρος σε κάτι, συμμετέχω 2. λαμβάνω την Αγία Μετάληψη, κοινωνώ νεοελλ. 1. (για ιερέα) δίνω σε κάποιον την Αγία Μετάληψη, κοινωνώ κάποιον 2. καλώ με απεσταλμένο μου… …   Dictionary of Greek

  • προκοινωνώ — έω, Α [κοινωνῶ] κοινωνώ, επικοινωνώ εκ τών προτέρων …   Dictionary of Greek

  • προσκοινωνώ — έω, Α [κοινωνῶ] 1. κοινωνώ, μετέχω σε κάτι 2. λαμβάνω μέρος, είμαι συνεργός («προσκοινωνεῑν τῶν δρωμένων», Δίων Κάσσ.) 3. παρέχω σε κάποιον ένα μέρος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”